|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γουνοφόρος? — — ζαβάγρα — αλαφροχειμωνιά — διφορούμενο — κεράτια — φαλαινίς — γέεννα — συναχώνομαι — εύθυνσις — σύρσιμο — εδικτον — χοιροτροφία — ζα — λαγκεμένος — ανενταφίαστος — δέλφινας — κατηγορουμένη — ευτυχής — αναστατώνοντας — ραβδοσκοπία — ομπρελλοθήκη — βρόμικος |
|||