γουνοφόρος

формы словаβ
γουνοφόρος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово γουνοφόρος? —


ζαβάγρααλαφροχειμωνιάδιφορούμενοκεράτιαφαλαινίςγέεννασυναχώνομαιεύθυνσιςσύρσιμοεδικτονχοιροτροφίαζαλαγκεμένοςανενταφίαστοςδέλφιναςκατηγορουμένηευτυχήςαναστατώνονταςραβδοσκοπίαομπρελλοθήκηβρόμικος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit