|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово θεοδικία? — — ηλιθιωδώς — ξεστηθώνομαι — αμετασχημάτιστος — χάλκωμα — σινάφι — προφυλάσσομαι — χολοκυστίτιδα — κατάβρεγμα — αμφιγνωμίο — επιτατικός — πολυμιλώ — μολογάω — σαπουνάς — υάλινος — εθνών — συρίζω — μερίζω — αιμοσκοπικός — αρράγιστος — γυαλάς — σπουδαία |
|||