|
(αόρ. επανέπεσα) 1) снова падать; 2) перен. снова впадать; ~ εις πενίαν — снова впасть в бедность, снова обеднеть #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово снова падать? — επαναπίπτω как на (ново)греческом будет слово снова впадать? — επαναπίπτω как с (ново)греческого переводится слово επαναπίπτω? — снова падать, снова впадать — προπίνω — δεματαριά — πυελοστομία — συγγραφικός — καθαρτήριο — μίμηση — κατ'οίκον — δευτερώτερος — βακχανάλια — ουρά — διατηρησιμότητα — ξαλέθω — επιγλωττίδα — μιλλίμετρο — ζωοφυσική — σβουρίζω — εγγαστριά — λαλητό — φιλάδελφος — ηλεκτρικό δυναμικό — αντεκδίκηση |
|||