|
το кашемир; από ~ — кашемировый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кашемир? — κασμίρι как с (ново)греческого переводится слово κασμίρι? — кашемир — σανσκριτική — άσκαυλος — σίτιση — εντομοκτόνος — ανθρώπινα — καβουρίνα — σκελέα — ευκολοάναφτος — καλλιεργητικά — αποικίζω — ταίς — παλιοπαλιάνθρωπος — στέγη — Ζωή — αστροφεγγής — βαθρακοκοίλης — σπογγαλιέας — ξεμωραίνω — σβένω — γεννοβολιά — αφάλιση |
|||