Новогреческий словарь
μείον
μείον
1)
меньше
;
2) мат.
минус
;
επτά ~ δύο — [phrase]семь минус два[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
меньше
? —
μείον
как на
(ново)греческом
будет слово
минус
? —
μείον
как с
(ново)греческого
переводится слово
μείον
? — меньше, минус
#
(ново)греческий словарь
—
μουσαμαδένιος
—
ακούσια
—
πόστα
—
μαστιχοφόρος
—
πολωσίμετρο
—
μισθολόγηση
—
γεννοβολιά
—
φουμέρνω
—
νεκροπομπός
—
αράκος
—
φωταέριο
—
σαιξπηριστής
—
αξιοπρέπεια
—
ξυπνώ
—
πολυγραφότατος
—
χρυσαλίδα
—
ακτοφυλακή
—
τυλώνω
—
μοσχοπεπονιά
—
εμμηνοστασία
—
κύπριος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,