|
ο мед. 1) катар; γαστρικός ~ или ~ τού στομάχου — катар желудка; 2) насморк #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово катар? — κατάρρους как на (ново)греческом будет слово насморк? — κατάρρους как с (ново)греческого переводится слово κατάρρους? — катар, насморк — αξόδευτος — ποσάκις — παράγγελμα — αναγιγνώσκω — καρπικός — δευτερόλεπτο — μίνθη — συνεχής — ψευδοδιλημματικός — ασπαίρω — υπερατλαντικός — αναπόκτητος — συνηλικιώτις — επένδυση — προσομοιάζω — υδροσκοπικά — γκορτσιά — μαλακαίνω — Ισπανία — διάρρυτος — καραβέλλα |
|||