|
(-ητος) η обороноспособность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обороноспособность? — αμυντικότητα как с (ново)греческого переводится слово αμυντικότητα? — обороноспособность — απλοποίηση — εμμελής — κυβεύω — οίκοθεν — ποιμαντορικός — βάθυνση — ψηλοκρέμαστος — ευήνιος — κλεψίγαμος — μονόχνοτος — αμνηστεύω — υπενωμοτάρχης — ανθοστεφανωμένος — θεοκαπηλεία — έκρηξη — αθλιότοπος — λαχάνιασμα — αμνησία — ασημόχωμα — παγιώνω — κάκοσμος |
|||