|
(αόρ. διύγρανα, παθ. αόρ. διυγράνθην) промачивать, вымачивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово промачивать? — διυγραίνω как на (ново)греческом будет слово вымачивать? — διυγραίνω как с (ново)греческого переводится слово διυγραίνω? — промачивать, вымачивать — κατάρτιση — ρινηλάτης — φυμάτιο — μετρολογία — βροντοβόλος — ανακτοβούλιο — σαπφείρινος — ευπειθής — εξεμώ — επιθαλάμιον — περιέχω — στρωσίδι — σκήτη — ερυθροχίτων — δίπτωτος — αρχινάω — υμνήτρια — Αϊδημήτρης — κλιτικός — εναρκτικός — αροτρίωση |
|||