Новогреческий словарь
βδελυρότητα
βδελυρότητα
(-ητος) η
отвратительность, омерзительность
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
отвратительность
? —
βδελυρότητα
как на
(ново)греческом
будет слово
омерзительность
? —
βδελυρότητα
как с
(ново)греческого
переводится слово
βδελυρότητα
? — отвратительность, омерзительность
#
(ново)греческий словарь
—
νοώ
—
στάλος
—
καπεταν-μπαντιέρας
—
πρασινίλα
—
ρεμπέτης
—
σακαράκας
—
μοχλοβραχίων
—
ψηλαφητά
—
ξεθέωμα
—
λυχνοσβήστης
—
χιλιομέτρηση
—
αρταίνω
—
βηματοδρομία
—
τσιμπίδα
—
αξεδίψαστος
—
αμαξόπορτα
—
αμάτιαγος
—
δασκαλόπουλο
—
δεψείο
—
ναυπηγείο
—
αγνάντια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,