|
η жительница Чехословакии #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жительница Чехословакии? — Τσεχοσλοβάκα как с (ново)греческого переводится слово Τσεχοσλοβάκα? — жительница Чехословакии — ελαχιστότης — μπαϊρακτάρης — αντίληψη — γελαστά — αγγλικός — μαυράκι — κρησαρίστρα — σβόμπος — γονόρροια — ανακέφαλος — διαβιβαστής — φυλλοκάρδια — συντυχαίνω — μικρολογία — ποετάστρος — αναποδίζω — αμφίστομος — φελάω — ανασκίρτηση — δογματολογία — φίλντισι |
|||