|
плечевой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плечевой? — ωμικός как с (ново)греческого переводится слово ωμικός? — плечевой — τραπουλόχαρτο — γυάλινος — μεσοκαιρίτισσα — μεταλαμπαδεύω — αθεμέλιωτος — μαχαιροποιείο — επιπλουργία — απόειδα — ρολόγϊ — φωναχτός — πλισσέ — φετίχ — διαμελισμός — ζιβελίνη — Σουηδία — κοίλιασμα — αίμα — αμμωνιτοειδή — κοντανάσα — περιχαρής — θολοειδής |
|||