|
ο женская половина ( в церкви) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово женская половина? — γυναικίτης как с (ново)греческого переводится слово γυναικίτης? — женская половина — ματαιότης — εξανδραπόδισμός — ενιώδιος — πρωτομιλάω — ηδύποτο — ανθόσταγμα — εγκαρδιώνω — εξώπασχο — αψώνω — καλοδούλευτος — γεύομαι — επιδιασκόπιον — επιτιμώ — Νοέμβριος — ηλεκτροακουστική — παρακινητικός — χωρητικός — ευαπόκτητος — πλαγιοβάδισμα — κουκουνάρι — φονικός |
|||