Новогреческий словарь
ληρολογία
ληρολογία
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ληρολογία
? —
#
(ново)греческий словарь
—
νυκτοσκοπός
—
αντροχωριστής
—
ανεξέταστος
—
ξεγέλασμα
—
επονειδιστικός
—
σιόρ
—
ντροπιαστικά
—
βασαλτικός
—
εγκαρτέρηση
—
αρδευτός
—
μελάγχρους
—
θριαμβευτικός
—
ξεσβερκιάζομαι
—
κουφαίνομαι
—
ασπρισμα
—
κοντήτερα
—
καραβάνας
—
εξαγωγικός
—
έως
—
οπωροπώλις
—
νεκροφιλία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,