|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ληρολογία? — — αρόγιαστος — εισαγγελεύω — ριζοτόμον — μιλιγκράμ — ξινοφαίνεται — βαναυσουργω — ευκατονόητος — πολυακόρεστος — δυσανάγνωστος — γείσο — είτε — εξυπηρετικότητα — λέπρα — επιβραδύνω — κοχλιαίος — σοβατεπί — ναυαγώ — ναζιάρης — εκμαγείον — αποτέτοιος — ταύρος |
|||