|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ακέρατος? — — πτερύγιο — κλειδοποιός — ενστικτώδης — λιγόπιστος — παγγένεση — βάσταξ — τριημερία — ανταρίζω — αναδίκαση — εξαιρετικότητα — ψίλωση — σφραγιστός — εύανδρος — βιβλίο — οξόνη — υαλοτεχνικός — μελιγγούνι — ετράπην — γιδοβύζι — ξάνοιγμα — αυτολίπανση |
|||