|
не имеющий молока (о кормящих матерях) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не имеющий молока? — άγαλος как с (ново)греческого переводится слово άγαλος? — не имеющий молока — μπιζού — αντιαισθητικά — εξαμβλωτικός — μυελίτιδα — υπερηφάνεια — παρασπόρα — ανάχρεμχμη — κακομιλάω — παραξηγάω — στάμνα — εναιωρούμαι — αποφοίτηση — ξεστουπωτήρι — κουτσοδουλειά — φιλεδάκι — κινέζικα — κοινωφελής — σκί — οροστεγής — καφεπώλισσα — επικρίνω |
|||