Новогреческий словарь
κοντό
κοντό
:
παίρνω κάποιον από τό (или στό) ~ — преследовать (__кого-л.__) по пятам
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
κοντό
? —
#
(ново)греческий словарь
—
κολύμβηση
—
γναφαλώδης
—
μιμόρχημα
—
κοπανίζω
—
αναζωγραφίζω
—
δίστοιχος
—
ναρκοπέδιο
—
ρητινόπισσα
—
ανθόστρωτος
—
ειρηνόφιλος
—
ποάνθραξ
—
μετακηπεύω
—
στραβωμένος
—
ατύλικτος
—
αποχωρώ
—
αλλέγρο
—
μεγαλοβιομήχανος
—
ισχυροποίηση
—
υπόλευκος
—
αβλαστάρωτος
—
αψιλία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве