|
(μόρ. (ε)δάγκωσα, παθ. αόρ. (ε)δαγκώθηκα) 1. кусать; жалить (о насекомых, змеях) 2. άμετ. кусаться; ο σκύλος δεν -ει — [phrase]собака не кусается[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кусать? — δαγκώνω как на (ново)греческом будет слово жалить? — δαγκώνω как на (ново)греческом будет слово кусаться? — δαγκώνω как с (ново)греческого переводится слово δαγκώνω? — кусать, жалить, кусаться — δοκιμαστικός — ετυμολογημένος — ζυγαρίζω — συμπιλητής — γκρυλώνω — ιζηματογόνος — κατολίσθηση — πυοδερμίτις — κακόπιστα — οστεοδυνία — υαλοκρύσταλλος — προσγειώνω — γριτσανίζω — μιναδόρος — αδελφοφάγωμα — τιμωρητέας — ακριβολογία — βραχνόφωνος — σώσιμο — αποδυναμώνω — κυνηγάρα |
|||