Новогреческий словарь
χελωνιάρης
χελωνιάρης
II ο
орёл-могильник
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
орёл-могильник
? —
χελωνιάρης
как с
(ново)греческого
переводится слово
χελωνιάρης
? — орёл-могильник
#
(ново)греческий словарь
—
ακατανίκητος
—
διακόσιοι
—
θυλάκιο
—
παραχώρηση
—
σχίζω
—
επτάχρους
—
αποκρυστάλλωση
—
επεισοδιακός
—
αναπτυχή
—
παμμακάριστος
—
αδιασταύρωτος
—
λέγομαι
—
μπαμπακόλαδο
—
λαθρεμπορικός
—
τήκομαι
—
σίδηρομεταλλουργία
—
ανάσκελα
—
επταπέταλος
—
ρίχτω
—
ο
—
εξοκέλλω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,