|
II ο орёл-могильник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово орёл-могильник? — χελωνιάρης как с (ново)греческого переводится слово χελωνιάρης? — орёл-могильник — αβάσκαντο — κατισχύω — λιθόδμητος — ανάδρομος — θεία — ψυχαλήθρα — παλτουδάκι — φραγκόκλησα — θούριο — φωνομιμητική — γαμιάς — καμπανίτσα — τριχάρα — συνεκπαιδεύω — εξελκώ — κωλομπινές — ανεκζήτητος — ολόκορμος — γελαστικός — αρμενοβέλονο — παλιόπαιδο |
|||