|
относящийся к городскому санитарному врачу #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово относящийся к городскому санитарному врачу? — αστιατρικός как с (ново)греческого переводится слово αστιατρικός? — относящийся к городскому санитарному врачу — ξανθοκόκκινος — νερουλιαστός — επταφωνία — γαμπιέρος — κακορριζικιά — τορπιλλικό — εκδυση — λάφιασμα — παμμέγιστος — τελειωμένος — μώλωψ — διαθεσιμότητα — ντάμπινγκ — νυχοποδαράτος — μετανάστευση — απόγωνος — χρεοπίστωση — μαργαριτάρι — γερουσιαστής — αγροφύλακας — μέσος |
|||