|
γεν. от ο и αυτός #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τού? — — σταυραδέρφι — φίλαρχος — ωτικός — φατνιακός — βουτυράπιδο — φράτρα — προσκυνήτρα — κέλυφος — φωταγωγικός — ενεχυρόγραφον — ημιδιαφάνεια — αποδεκτός — καταξοδιάζομαι — χωρομέτρης — ελαφροποινίτης — περιπολία — εξελαύνω — λυσσακό — φτυστός — ασφαλτικός — σπιθαμή |
|||