|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σβέντζος? — — υπερυπουργός — αποθαλασσιά — τερματοφύλακας — επιμολύβδωση — ασημωτής — πολύγαμος — ενδυνάμωμα — χαλκουργικός — κηδεμόνας — ευγενέστατος — ευρώς — υπερήλικος — καλοζυγιασμένος — στυγνά — στρατοδίκης — νταβανοσάνιδο — ώριμος — διαφανής — ανασκολοπίζω — ασχόλαστος — κικούτα |
|||