|
газогенераторный; ~ συσκευή (или γεννήτρια) — газогенераторная установка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово газогенераторный? — αεριοπαραγωγός как с (ново)греческого переводится слово αεριοπαραγωγός? — газогенераторный — φανταγμένος — ζωηρότητα — αναζωογονητικός — νεροκολόκυθο — μονομεριάτικος — ερινεάζω — κρετσέντο — ελικοτομίς — σφύζω — αγαλμάτιο — ομιχλώδης — νοτίζω — πυρετώδικα — ανατομικός — παρανομώ — αθέσπιστος — φωτοευαισθητοποίηση — κουλουριαστά — επακολουθώ — τσεκάρω — λαχανάκι |
|||