|
унизительный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово унизительный? — ταπεινωτικός как с (ново)греческого переводится слово ταπεινωτικός? — унизительный — ψιλοδουλεύω — οθόνη — ληξιπρόθεσμος — ωροσκόπος — αντισημίτης — γλυκολυπάμενος — διορθώσεις — αναπνοή — πορτόφυλλο — καράβι — κληρικός — σαμάρωμα — ουροσκοπία — εκδημοκρατισμός — ενισχυτικός — αλλοσε — ξιφισμός — ξεράβω — τετράπους — δικαιοδοτώ — αναμαλλιάρης |
|||