|
ходить в церковь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ходить в церковь? — εκκλησιάζομαι как с (ново)греческого переводится слово εκκλησιάζομαι? — ходить в церковь — παράμερος — βασιλοκτόνος — ανοπόβλητος — βουτηχτά — δερμάτινο — αηδία — επάνοδος — ακονισμένος — συμφιλιώνω — ελάφρωση — ηγεμονόπαις — καλοβλέπω — αδελφώνομαι — συρμοτοποιός — βιβλιοκάπηλος — λέμβος — ξετσιπωσιά — νομίατρος — μπλοκέρνω — εσπερίς — αποχώρημα |
|||