|
одно; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одно? — ένα как с (ново)греческого переводится слово ένα? — одно — ορνιθαρειό — δόρυ — σαλπάρω — ξέφρενος — μούσκουλο — ανυπομονησιά — γέμος — γιδιά — συμμορφούμαι — αλληλοτυπία — διατίμηση — πλεύση — σιχαίνομαι — ανιχνευτής — μαργαρίνη — μόρφασμα — φυγομαχία — κοσκίνισμα — αλληλέγγυος — τσομπανόσκυλο — διεσπαρμένος |
|||