|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανεξαρτοποιημένος? — — γαμίκος — βόσκω — μελωμένος — ζιζυφιά — φυσιοθεραπεία — συμπιεστός — φρικωδία — επιγραφική — φαινομενικότητα — εκλαμπρύνω — οποσηδήποτε — συναρμολογώ — αναγεννώμενος — οσφυικός — ατμόσφαιρα — άβατον — προϊστορικά — κουίντέττο — ψηλαφούμαι — συνωμότισσα — τακουνάς |
|||