|
(-εως) η расточка, рассверливание (отверстия) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово расточка? — διαστόμωση как на (ново)греческом будет слово рассверливание? — διαστόμωση как с (ново)греческого переводится слово διαστόμωση? — расточка, рассверливание — υδροτροπισμός — ενταυτώ — μπαλωματής — μωρόσοφος — κοπανατζού — γήταυρος — εναντιοδρομώ — περίδρομος — άπιαστος — ολόμαυρος — αναστομώνομαι — γαλανόλευκη — αμμοθύελλα — απολεπτύνομαι — ακολούθως — διορθώνω — βαθύγνωμος — ηλιόφιλος — φιαλοειδής — γουβόσκυλος — υπεραγωγιμότης |
|||