|
το столовая; ресторан #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово столовая? — εστιατόριο как на (ново)греческом будет слово ресторан? — εστιατόριο как с (ново)греческого переводится слово εστιατόριο? — столовая, ресторан — αναψήφιση — αντικανονικός — πλουσιοκόριτσο — κεραυνοβόλα — καλαμιά — κουνέλα — τουφεκίζω — εορτάζομαι — λευκαίνω — μαρμαροκόλωνο — φώλος — μυροδοχείο — βραδυνός — αυτοϊκανοποιούμαι — θερμιδομετρία — απάλειψη — κεχρί — διαρρίπισμα — οπός — γκώνω — δανέζικος |
|||