|
знать, иметь понятие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово знать? — ηξεύρω как на (ново)греческом будет слово иметь понятие? — ηξεύρω как с (ново)греческого переводится слово ηξεύρω? — знать, иметь понятие — απλοχερίζω — καμπούριασμα — χαμηλόβαθμος — γενωμένος — ανέξοδος — χαράκτηρίζομαι — απότριψη — ολιγόσιτος — δικινητήριος — γλάστρα — φετεινός — παλάντζα — ατακτώ — αρθρογραφικός — ιονικός — γυμνόσπερμα — δόνηση — οπλοδιορθωτής — αυτοθέλητος — οινομαγειρείον — καρουλιάστρα |
|||