|
религиозный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово религиозный? — φιλόθρησκος как с (ново)греческого переводится слово φιλόθρησκος? — религиозный — εξερευξάμην — φιλόγελως — παπαδομάνι — οφθαλμοπορνεία — επίκεντρος — ντεπόζιτο — αγουροφέρνω — γαλλομαθής — δασύς — φαράκλα — πεταυρίζω — πιστάκιον — αλιευτής — επιδρομικός — αντρειώνομαι — κρέμασμα — ξυλοστάτης — στηθάρι — χορτοκοπία — νοτιοανατολικώς — ανήρ |
|||