Новогреческий словарь
εγκάρσιος
εγκάρσι|ος
поперечный
;
η ~ία (τομή) — поперечный разрез
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
поперечный
? —
εγκάρσιος
как с
(ново)греческого
переводится слово
εγκάρσιος
? — поперечный
#
(ново)греческий словарь
—
ρυτός
—
αιμοπετάλιο
—
μεταλλειολόγος
—
πυροδότηση
—
κολλεκτιβοποίηση
—
λάξευμα
—
ἀνάστασις
—
χορταποθήκη
—
περίπτυξις
—
μελισσοκομείο
—
ρητορικότης
—
πεντάδα
—
σκουληκοφάγωμα
—
ερυθρομέλας
—
ελαιομαργαρίνη
—
επαγωγικός
—
γύψ
—
καταδότης
—
υποβολέας
—
χήν
—
εκφραστικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве