|
поперечный; η ~ία (τομή) — поперечный разрез #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поперечный? — εγκάρσιος как с (ново)греческого переводится слово εγκάρσιος? — поперечный — ερημικά — ανεμόπτερο — αναδιάρθρωση — εξαγκυρίζω — επιμνημόσυνος — επιχαλίκωση — πανέρμος — ογδοντάρα — δεματού — ελευθεροφρονώ — διαξύλωση — βατταλαλώ — γλυκοθώρητος — ψευτάκος — πανηγυριώτικος — συνοριοφύλακας — τραγικό — επίμετρο — πολυμόρφως — αταιτώ — εκπρόθεσμος |
|||