|
η 1) паломница; 2) поклонница #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово паломница? — προσκυνητρια как на (ново)греческом будет слово поклонница? — προσκυνητρια как с (ново)греческого переводится слово προσκυνητρια? — паломница, поклонница — μπαλαίνα — οπισθοχωρώ — απορριπτικός — τρίζω — επιφυλακτικότητα — δοκαρωσιά — καμωματής — διύγρανσίς — έντεχνα — σταδιόμετρο — μπαμπακιά — ασυγκάλυπτος — αγόμωτος — υπνιάρης — κακόγεννη — μπατιρίζω — ανθυγιεινότητα — αρταποθήκη — αμερεμέτιστος — βαγαπόντης — λαήνα |
|||