|
(-ητος) η 1) удушливость; 2) невыносимость (обстановки) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово удушливость? — ασφυκτικότης как на (ново)греческом будет слово невыносимость? — ασφυκτικότης как с (ново)греческого переводится слово ασφυκτικότης? — удушливость, невыносимость — διηγηματογραφία — φωτοτσιγκογραφία — ανυπομονησιά — θαλασσοκράτορας — καλαθιά — βαρβατιά — λιμάνι — αβούλιαχτος — αποδυναμωτικός — εντεροκήλη — στάλισμα — ουτοπία — Ιάπωνας — καπιταλίστας — εκτρίβω — υπόσκληρος — σκάφανδρο — επιβριθώς — νικοτινικός — επίπλαστος — ελαφρόλογα |
|||