|
стиральный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стиральный? — πλυντήριος как с (ново)греческого переводится слово πλυντήριος? — стиральный — σκωπτικότητα — εξαμηνίτης — απαλοσίτι — στρόφιγγα — λογική — μισθοδοσία — βρωμονέρι — διεκρευστήρας — χτικιάρικος — εργατοκρατία — αναλγητικός — ακριβαγόραστος — στερεογραφικός — γάβανο — επιδεκτικότητα — ηράκλειος — μεθύστακας — κρυψώνας — εκκλινής — μισθωτός — επανορθωτός |
|||