|
ненатянутый (о ткани, верёвке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ненатянутый? — ατεζάριστος как с (ново)греческого переводится слово ατεζάριστος? — ненатянутый — θεοσκότεινος — μαντευτός — φάσμα — τριπλά — επαινετικός — μεταλλαγμένος — πολυφλύαρος — ετεροκίνητος — καζαμίας — μετριόφρων — ατσάκιστος — ρολογάς — άπατα — μονομερίς — άγνωστος — ακατάκλυστος — προσχώρηση — σανοπώλης — τσουτσουνόβεργα — παραμονή — εντομολογία |
|||