Новогреческий словарь
έθνος
έθν|ος
το
нация
;
τό δίκαιον τών εθνών — международное право
;
τά Ηνωμένα Έθνη — Объединённые Нации
;
ο Οργανισμός τών Ηνωμένων Εθνών — Организация Объединённых Наций
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
нация
? —
έθνος
как с
(ново)греческого
переводится слово
έθνος
? — нация
#
(ново)греческий словарь
—
επιχειρηματικότητα
—
εμπορομανάβης
—
προνουντσιαμέντο
—
ανεπίδεκτος
—
συμφέρων
—
σύνυγρος
—
επισκοπικός
—
τζόβενο
—
αρτοπαρασκεύασμα
—
πασσάλωμα
—
ελαφριές
—
καλλικάντζαρος
—
χαρτόμουτρο
—
αγριοπετεινός
—
ψυκτήρ
—
πατριδογραφία
—
μάσκουλο
—
πλευρόπονος
—
αντιστέκω
—
αιθέριος
—
υπομισθώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве