|
η уродство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово уродство? — τερατομορφία как с (ново)греческого переводится слово τερατομορφία? — уродство — χαζογελώ — ποπός — φημισμένος — αναθρέφω — έκταση — πρόσκτηση — ανοθεύτως — επωμιδόδεσμος — γύρωθεν — κριθαρόσουπα — αδιαλυτότητα — αδυνατώ — αποπτιλώνω — σκολιότης — γιομίζω — υπαναχώρηση — ανθοκράμβη — καπριτσιόζικο — αίσκιωτος — απλησίαστος — ασχημοκαμωμένος |
|||