Новогреческий словарь
έναιμος
έναιμ|ος
уст.
имеющий кровь
;
~α ζώα — теплокровные животные
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
имеющий кровь
? —
έναιμος
как с
(ново)греческого
переводится слово
έναιμος
? — имеющий кровь
#
(ново)греческий словарь
—
μπαλαδόρος
—
ζαμπουνεύω
—
ασκημομούρικος
—
κακοπίχερος
—
στραβοκεφαλιά
—
αβαυκάλιστος
—
συμπιεστής
—
λεία
—
στυλέτο
—
λέπρα
—
υδρομιγής
—
συνεργώ
—
πάρεδρος
—
κεραμίδωσις
—
μπερδεψοδουλειά
—
στομαλίμνη
—
κουτσούρεμα
—
κρυψιβουλία
—
αναντάλλακτος
—
λειχούδης
—
ξηροφθαλμία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,