|
η сардина, сардинка; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сардина? — σάρδη как на (ново)греческом будет слово сардинка? — σάρδη как с (ново)греческого переводится слово σάρδη? — сардина, сардинка — διάφανος — ανεύθετος — γαλατόσουπα — λαντουρώ — πληροφορημένος — ελαιοκόμος — απροσεξία — αναξεραστό — δαμαλίζω — καπάκι — χημιοφωταύγεια — λαμπροφόρος — αναβρασμένος — λερωμένος — αποδιαλέγω — σκαλωτός — φτερουγίζω — πανικόβλητος — διαμοίρασμα — παρόραμα — ανυποτίμητος |
|||