|
процеживаться, фильтроваться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово процеживаться? — σταλάζομαι как на (ново)греческом будет слово фильтроваться? — σταλάζομαι как с (ново)греческого переводится слово σταλάζομαι? — процеживаться, фильтроваться — λήθη — διαγουμιστής — ολόμαλλος — διαστάλαξη — χιλωτήρ — δευτέρωμα — αρραβώνιασμα — πελάγιος — σιτεύω — ξερόμαντρα — ανικανοποίηση — κακό — λιχνεία — συνάντημα — ηδονή — ναυλοτιμαριθμοποίηση — τετράκις — εποικοδομητικά — αυτοκαταδίκη — παραληρητικός — παραγερνάω |
|||