Новогреческий словарь
ελαιεμπορία
ελαιεμπορία
η
торговля оливковым маслом
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
торговля оливковым маслом
? —
ελαιεμπορία
как с
(ново)греческого
переводится слово
ελαιεμπορία
? — торговля оливковым маслом
#
(ново)греческий словарь
—
γεωγραφία
—
παλμός
—
δοκίμως
—
ορυκτογραφία
—
απίκο
—
ξεμαυλιστής
—
αρσανάς
—
κενολόγος
—
συναισθηματικότητα
—
υποστυλώνω
—
καλαμποκάς
—
εικότως
—
σάρα
—
ακρογιαλίτης
—
αργοφυσώ
—
εξαναγκάζομαι
—
εργοτίνη
—
ορμάθιση
—
πομφόλυξ
—
σταύρωση
—
ναυπηγική
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω