Новогреческий словарь
κλώσιμο
κλώσιμο
το 1)
прядение
;
2)
извилина
(дороги, реки)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
прядение
? —
κλώσιμο
как на
(ново)греческом
будет слово
извилина
? —
κλώσιμο
как с
(ново)греческого
переводится слово
κλώσιμο
? — прядение, извилина
#
(ново)греческий словарь
—
ανάκουος
—
κατατροπώνω
—
νοτιάς
—
χαρουπιά
—
ανεκδοτικός
—
μπατσιά
—
φυλλοειδής
—
ενεχυροδανειστήριο
—
μύθευμα
—
καρκννολογία
—
καφεκόπτης
—
βαλανοειδής
—
αλληλοσπαραγμός
—
Ενετός
—
ανεμοστρόβιλας
—
αλλά
—
δέσποινα
—
Ερασμία
—
βαναυσούργημα
—
αλαφρά
—
φρικίαση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω