|
παθ. αόρ. от διαστέλλω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διεστάλην? — — υγρόληκτος — βολτετζάρω — φατνιορραγία — εκριζωτής — θυσιαστής — ανήθικα — μουντζουρώνω — ελκωμα — αναψηλάφηση — δόκηση — κόκ — ηλεκτροδιάγνωση — λείχω — μοναχή — παράμερα — παραγκωνίζω — μετεωρίτης — μυροβόλος — πρεσβυτέρα — κλειδούχος — συλλυπούμαι |
|||