|
το косметика (румяна; белила) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово косметика? — φθειασίδι как с (ново)греческого переводится слово φθειασίδι? — косметика — θερμοπαραγωγός — υποχωρητικός — διανεμητής — σουλατσάρισμα — καθρεφτάδικο — αντιβάλλω — άψητος — σύρτης — χρυσόκολλα — κατρακύλισμα — χαρτοπόλεμος — γλοιός — νέμομαι — λυκοφιλία — αντιβαλλόμενον — σύντηγμα — ριζικά — ασημύς — φουντάρισμα — γεφυροπλάστιγγος — εξευγενισμός |
|||