|
остаточный; ~ά όργανα — остаточные органы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово остаточный? — υπολειμματικός как с (ново)греческого переводится слово υπολειμματικός? — остаточный — κληροδότης — φωτόμετρο — επιφαρμοκοπονός — καταφανής — λαμπροφόρος — ατμοποίηση — επιτεγίδα — κωνοφόρο — γλαρίδα — στέρνα — άρασμα — τάραχος — ορισμένος — βρόμικα — περιχαρής — καλπονόθευση — κακοποιούμαι — σχάρα — μπεζαχτάς — οδόντωμο — βιβλιοδέτης |
|||