|
η берег, побережье (реки, озера) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово берег? — όχθη как на (ново)греческом будет слово побережье? — όχθη как с (ново)греческого переводится слово όχθη? — берег, побережье — αλγολαγνεία — συναρπαστικός — εξαχρειωμένος — ανοσιότητα — βραχύς — άγνοια — ακροτομώ — δείκτης — πανόραμα — ωτοασπίδα — λουστραρισμένος — λιχανός — τσικρίκι — γρουσούζης — ασφυκτικός — ψευδοπαράθυρον — αργοτάξιδος — αρεσκιά — γρασαδοράκι — Καναδέζος — θειάφινος |
|||