|
ο ист. арматол (вооружённый грек, использовавшийся турками для охраны области, района) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово арматол? — αρματωλός как с (ново)греческого переводится слово αρματωλός? — арматол — γελωτοποιία — δέσποτας — προβοκάτσια — διαβολάκι — κελλάρης — συμπολίτισσα — υγράλατος — κακοφανισμένος — λαγόπους — γιδερό — ενδοθωρακικός — ανταρτοπολεμικός — στενόψηχος — ραντισμός — υπένδυσις — σατιρίζω — εύποτος — ισοπολιτεία — μετριοφροσύνη — αντιμετριέμαι — υπερχρεώνω |
|||