Новогреческий словарь
Μαγιάπριλο
Μαγιάπριλο
το 1)
май-апрель
;
2)
весна
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
май-апрель
? —
Μαγιάπριλο
как на
(ново)греческом
будет слово
весна
? —
Μαγιάπριλο
как с
(ново)греческого
переводится слово
Μαγιάπριλο
? — май-апрель, весна
#
(ново)греческий словарь
—
αποκεντρώνω
—
γερμανόπληκτος
—
εξακόσιοι
—
αυτεμβόλιο
—
αταχτώ
—
κτίριο
—
μηλίνη
—
ιατροσονέδριο
—
αιτιατική
—
γραφογνώμων
—
στοχασμός
—
εισκόμιση
—
απολυτοσκούτι
—
κοσκινιστός
—
ξενοδοχοϋπάλληλος
—
γκαβωμάρα
—
αρχαιολόγος
—
λογοκρισία
—
ραγισμένος
—
σινδόνι
—
καταφυγή
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве