|
το 1) май-апрель; 2) весна #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово май-апрель? — Μαγιάπριλο как на (ново)греческом будет слово весна? — Μαγιάπριλο как с (ново)греческого переводится слово Μαγιάπριλο? — май-апрель, весна — τριακοντάκις — προϋπηρεσία — μπουγάτσα — φόντο — διπροσωπία — λιθόστρωση — αποκαρδιώνω — επονείδιστος — πρυτανικός — νέφιο — υπερυψώνω — δικτατορίσκος — παλλάδιο — φαντός — βιός — αψεύτιστος — πεντάμηνος — αγγοοροσαλάτα — προσδιορισμένος — δυό — χαρακτηρισμός |
|||