|
το мор. кранец; буртик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кранец? — παράβλημα как на (ново)греческом будет слово буртик? — παράβλημα как с (ново)греческого переводится слово παράβλημα? — кранец, буртик — αργυρολογώ — σμηγματόρροια — υπερίπταμαι — ακακοπάθητος — ανασφάλεια — αναχεντρώνομαι — προσήλυτος — λεσβιακός — ολβιότης — αντικαταθλιπτικό — ζηλιαρόγατος — διάχυλον — μαίνη — οικοδόμηση — ραγκού — ξεφτώ — επιφανής — παραστός — ακόλουθος — σκώψ — χειροδετώ |
|||