|
(αόρ. παρενέπεσα) вклиниваться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вклиниваться? — παρεμπίπτω как с (ново)греческого переводится слово παρεμπίπτω? — вклиниваться — μέλος — εξείπον — αιμόφιλος — πολυσποριά — βρόμικος — υπογένεοτη — μεσαιωνοδίφης — δονζουύν — κοντούλα — ανδριαντοποιός — στόλιση — ηλεκτροκαλλιέργεια — αφρηλόγος — δυσμετακίνητος — χυμοποιώ — πλατύπους — ορθόδοξος — γαριδάκι — αντιβούισμα — απαραγνώριστος — γαστροσκόπηση |
|||